ψαιστόν

ψαιστόν
ψαιστόν, τό, geschrotene Gerste, Gerstenmehl, bes. ein davon bereiteter, mit Öl und Honig angemachter Opferkuchen, meist von armen Leuten dargebracht

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψαιστόν — ψαιστός ground masc acc sg ψαιστός ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμα — κάμμα, τὸ (Α) είδος γλυκίσματος τών Λακώνων, το οποίο περιτύλιγαν με «καμματίδες», δηλ. με φύλλα δάφνης, αλλ. ψαιστόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπτω «καταπίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ψαιστός — ή, όν, και πιθ. τ. αρσ. ψᾳστός και πιθ. τ. ουδ. ψᾷστον, Α [ψαίω] 1. αλεσμένος, τριμμένος, κοπανισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψαιστόν (ενν. πέμμα ή πόπανον) γλύκισμα από κοπανισμένο κριθάρι, με μέλι και λάδι, το οποίο χρησίμευε ως προσφορά σε… …   Dictionary of Greek

  • ψαιστώδης — ῶδες, Α [ψαιστός] (κατά τα ανέκδοτα Βεκκήρου) όμοιος με ψαιστόν, με πίτα για προσφορά σε θυσίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”